- ἐπικαταράσομαι
- ἐπικαταρά̱σομαι , ἐπικαταράομαιbring cursesaor subj mp 1st sg (attic epic)ἐπικαταρά̱σομαι , ἐπικαταράομαιbring cursesaor subj mp 1st sg (epic doric aeolic)ἐπικαταρά̱σομαι , ἐπικαταράομαιbring cursesfut ind mp 1st sg (attic)ἐπικαταρά̱σομαι , ἐπικαταράομαιbring cursesfut ind mp 1st sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.